- απισχυριζομαι
- ἀπισχυρίζομαιἀπ-ισχῡρίζομαιоказывать сильное сопротивление, решительно противиться
(Thuc.; πρός τι и πρός τινα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Thuc.; πρός τι и πρός τινα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπισχυρίζομαι — oppose firmly pres ind mp 1st sg ἀπισχῡρίζομαι , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απισχυρίζομαι — ἀπισχυρίζομαι (AM) μσν. υποστηρίζω, ισχυρίζομαι αρχ. επίμονα αντιτίθεμαι … Dictionary of Greek
ἀπισχυριζομένων — ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp fem gen pl ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp masc/neut gen pl ἀπισχῡριζομένων , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp fem gen pl ἀπισχῡριζομένων , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπισχυρισάμενον — ἀπισχυρίζομαι oppose firmly aor part mp masc acc sg ἀπισχυρίζομαι oppose firmly aor part mp neut nom/voc/acc sg ἀπισχῡρισάμενον , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly aor part mid masc acc sg ἀπισχῡρισάμενον , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly aor part mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπισχυριζομένην — ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἀπισχῡριζομένην , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπισχυριζομένοις — ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp masc/neut dat pl ἀπισχῡριζομένοις , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπισχυριζομένου — ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp masc/neut gen sg ἀπισχῡριζομένου , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπισχυριζόμενοι — ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp masc nom/voc pl ἀπισχῡριζόμενοι , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπισχυριζόμενος — ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp masc nom sg ἀπισχῡριζόμενος , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπισχυρισαμένου — ἀπισχυρίζομαι oppose firmly aor part mp masc/neut gen sg ἀπισχῡρισαμένου , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly aor part mid masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπισχυρισθείς — ἀπισχυρίζομαι oppose firmly aor part mp masc nom/voc sg ἀπισχῡρισθείς , ἀπισχυρίζομαι oppose firmly aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)